- σφήνωμα
- σφήνωμα, τό, das Gekeilte, Eingekeilte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφήνωμα — το, ατος 1. στερέωμα κυρίως με σφήνα: Χρειάζεται σφήνωμα αυτός ο στύλος για να μην πέσει. 2. το να μπει κάτι μέσα σε κάτι άλλο έτσι που να μη βγαίνει εύκολα: Η ζέστη προκάλεσε το σφήνωμα αυτού του μοχλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφήνωμα — το, Ν [σφηνώνω] 1. στερέωση πράγματος με σφήνα 2. παρεμβολή σφήνας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα 3. ερμητικό κλείσιμο, φράξιμο, εμπλοκή … Dictionary of Greek
ενσφήνωση — η 1. η εισαγωγή σφήνας, το σφήνωμα. 2. το να μπει κάτι σε κάποιο μέρος σαν σφήνα, από όπου γίνεται δύσκολη η εξαγωγή του, το σφήνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη … Dictionary of Greek
ενήλωση — η (Α ἐνήλωσις) [ενηλώ] νεοελλ. (πυροβ.) το σφήνωμα τής πυροδοτικής τρύπας τών παλιών πυροβόλων με καρφί για να αχρηστευθούν αρχ. 1. κάρφωμα καρφιών 2. στερέωση καρφιών για στολισμό 3. τα ίδια τα καρφιά ή οι καρφίδες που στερεώνονται κάπου για… … Dictionary of Greek
ενσφήνωση — η 1. εισαγωγή σφήνας μέσα ή επάνω σε κάτι 2. σφήνωμα ενός αντικειμένου σε μέρος από όπου είναι δύσκολη η απελευθέρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Παπαδημητρακόπουλο] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σφήνωση — η / σφήνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, ώνω] το σφήνωμα νεοελλ. στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιών αρχ. 1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ… … Dictionary of Greek